- μονόδραχμο(ν)
- το монета в одну драхму, одна драхма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… … Dictionary of Greek
μονόδραχμος — η, ο (Α μονόδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία μιας δραχμής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμο νόμισμα μιας δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δραχμος (< δραχμή)] … Dictionary of Greek
φράγκο — το (λ. ιταλ.) 1. νομισματική μονάδα της Ελβετίας και ως το 2001 της Γαλλίας και του Bελγίου. 2. εμπορικός όρος που σημαίνει ότι η τιμή ενός εμπορεύματος περιλαβαίνει όχι μόνο την αξία του, αλλά και ναύλα, ασφάλιστρα, εισαγωγικό δασμό και κόμιστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)